Ποιες είναι οι στάσεις μας σε σχέση με τις γλώσσες;


Το να είμαστε ανεκτικοί έναντι της χρήσης των γλωσσών δε σημαίνει ότι δε μας νοιάζει, εμένα και τον Μπομπ, αν τα παιδιά μας, που η γλώσσα του σχολείου τους είναι τα γαλλικά, μιλάνε τη γλώσσα του καθενός μας ή όχι. Σε ό,τι με αφορά, ήταν πολύ σημαντικό για μένα να μάθουν ελληνικά τα παιδιά και είχα συχνά την έγνοια ότι, αν δεν τα μάθαιναν σε αρκετά μικρή ηλικία, δε θα τα μάθαιναν ποτέ. Ήταν σημαντικό για μένα να μιλάνε ελληνικά τα παιδιά, γιατί αισθανόμουν ότι αυτό θα τους έδινε πρόσβαση σε ένα μεγάλο μέρος του κόσμου μου, της κουλτούρας μου, της μνήμης μου, των φίλων μου, αλλά επίσης και στον κόσμο των γονιών μου.

Για τους ίδιους λόγους είναι πολύ σημαντικό και για τον Μπομπ να μάθουν τα παιδιά αγγλικά, αλλά εκείνος εκδήλωσε πολύ λιγότερη έγνοια ως προς τη στιγμή και τον τρόπο με τον οποίο θα τα μάθαιναν. Ίσως γιατί ήταν εξαρχής πολύ πιο βέβαιος ότι τα παιδιά θα μάθαιναν τα αγγλικά αργά ή γρήγορα, δεδομένης της υπεροχής αυτής της γλώσσας σε παγκόσμιο επίπεδο, που έχει συνέπεια ότι, ακόμη και αν το θέλεις, δύσκολα της ξεφεύγεις. Στην πραγματικότητα είναι η σχέση μεταξύ των δύο γλωσσών, των ελληνικών και των αγγλικών, που υπαγόρευσε τη στάση του καθενός μας σε ό,τι αφορά στην πρόωρη ή μη εκμάθηση των γλωσσών μας από τα παιδιά.

Αυτή η σχέση δεν είναι ουδέτερη, είναι καθορισμένη από μια ιεραρχία ήδη δεδομένη, εκτός του οικογενειακού χώρου, στο διεθνές περιβάλλον, όπου η κυριαρχία των αγγλικών είναι όλο και περισσότερο εμφανής. Η ιεραρχική σχέση των γλωσσών δεν αφορά εξάλλου αποκλειστικά στις σχέσεις μεταξύ γλωσσών λίγο διαδεδομένων, όπως τα ελληνικά, και γλωσσών με οικουμενική διάσταση, όπως τα αγγλικά. Οι προσπάθειες που γίνονται από τη Γαλλία, εδώ και κάποιον καιρό, για να διαφυλάξει τη γαλλοφωνία ανά τον κόσμο (μεταξύ άλλων για να ανταγωνιστεί την ηγεμονία των αγγλικών) είναι αρκετά ενδεικτικές της πολιτικής (και οικονομικής) σημασίας με την οποία επενδύεται η θέση μιας γλώσσας στην ιεραρχική κλίμακα.
  Και τα παιδιά;