Σκηνή 1η

Η Θεώνη είναι φιλόλογος σε σχολείο της ορεινής Ξάνθης. Διδάσκει τα φιλολογικά μαθήματα της Α' Γυμνασίου. Είναι έμπειρη εκπαιδευτικός και έχει μεγάλη όρεξη για δουλειά. Έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στην Παιδαγωγική και συνεχίζει τη διδακτορική της διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, με θέμα από το χώρο της Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης. Η τάξη της αποτελείται αμιγώς από μουσουλμάνους μαθητές και μαθήτριες. Το επίπεδο της τάξης είναι ποικίλο. Κάποιοι μαθητές την καταλαβαίνουν με δυσκολία, κάποιοι μιλούν καλά και καταλαβαίνουν ικανοποιητικά, αλλά δε γράφουν, και κάποιοι ―οι λιγότεροι― καταφέρνουν, εκτός των άλλων, και γράφουν μικρά κείμενα χωρίς πολλά συντακτικά λάθη. Η Θεώνη έχει καταλάβει εδώ και καιρό ότι δε θέλει να «κατεβάσει» το επίπεδο των μαθημάτων της ― κάθε άλλο. Θέλει να συνεχίσει να κάνει το «πλούσιο» μάθημα που κάνει: κουβαλάει στην τάξη ενημερωτικά βιβλία, χωρίζει τους μαθητές της σε ομάδες, αναθέτει εξατομικευμένες εργασίες, διαβάζει από πολλές πηγές πριν κάνει το μάθημά της. Αισθάνεται ότι τα συγκεκριμένα παιδιά «αξίζουν» αυτή την προσπάθεια και δεν είναι διατεθειμένη με τίποτε στον κόσμο να «κατεβάσει» το επίπεδο της διδασκαλίας της. Αναγνωρίζει, βεβαίως, ότι πολλά από τα πράγματα που προσφέρει δε γίνονται αντιληπτά από όλους τους μαθητές και τις μαθήτριές της, αλλά, ταυτοχρόνως, πιστεύει πως σε όσο πιο πλούσιο περιβάλλον εκτίθενται οι μαθητές, ειδικά αυτοί που προέρχονται από στερημένο περιβάλλον και με περιορισμένο πολιτισμικό κεφάλαιο, τόσο πιο καλά αποτελέσματα έχει η διδασκαλία: ισχυρότερα κίνητρα, μεγαλύτερη προσήλωση των μαθητών στο διδασκόμενο αντικείμενο είτε πρόκειται για μετωπική διδασκαλία είτε για δουλειά σε ομάδες...
  Πού βρίσκεται το πρόβλημα;