Η τάξη ως κοινότητα πρακτικής


 Η αντίληψη της τάξης ως «κοινότητας πρακτικής» εμπεριέχει την προσέγγιση της μάθησης ως συμμετοχής και καθιστά δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ διδασκαλίας και μάθησης, σε αντίθεση με την προσέγγιση της μάθησης ως απόκτησης γνώσεων, όπου υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ αυτών των δύο διαδικασιών. Σε μια κοινότητα πρακτικής, ο εκπαιδευτικός θεωρείται επίσης μαθητευόμενος και οι ευνοούμενες αλληλεπιδράσεις μεταξύ των μαθητών οδηγούν στο να νοούνται και αυτοί ταυτόχρονα ως δάσκαλοι ο ένας του άλλου. Επιπλέον, η ευθύνη της επιτυχίας ή της αποτυχίας της μάθησης είναι συλλογική, κοινή και για τους δύο εταίρους της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Είναι φανερό ότι η μαθήτρια η οποία απαντά με τον τρόπο που περιγράφεται στην πρώτη σκηνή επικαλείται την κοινότητα πρακτικής της «παραγγελίας έτοιμης τροφής». Ωστόσο, αυτό δεν της εξασφαλίζει μια μαθηματικά σωστή απάντηση, καθώς στην κοινότητα πρακτικής της τάξης των μαθηματικών οι πίτσες δεν παραγγέλνονται για να φαγωθούν, αλλά για να γίνουν κλάσματα. Η σύγχυση της συγκεκριμένης μαθήτριας δεν προσφέρει κάποια πληροφορία για τις μαθηματικές της γνώσεις, αποκαλύπτει όμως τη σημασία της διάκρισης των κοινοτήτων πρακτικής στην προσέγγιση της μαθηματικής γνώσης.  

Είναι πλέον γενικά αποδεκτό ότι η μάθηση δεν αποτελεί απλώς μια ατομική διαδικασία ενεργού κατασκευής νοήματος, καθώς το κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον, οι ανθρώπινες πρακτικές και οι υλικές κατασκευές συμβάλλουν στη διαμόρφωση του τρόπου με τον οποίο το άτομο προσεγγίζει τη γνώση (μαθαίνει). Η αποδοχή αυτής της αντίληψης έχει σοβαρές συνέπειες τόσο σε επίπεδο οργάνωσης όσο και σε επίπεδο πράξης της μαθηματικής εκπαίδευσης.
Η υιοθέτησή της, για παράδειγμα, στη συγκρότηση ενός Προγράμματος Σπουδών θα σήμαινε μεγαλύτερη έμφαση στην ανάπτυξη δεξιοτήτων και ικανοτήτων από τους μαθητές σχετικών με τη διατύπωση επιχειρημάτων, υποθέσεων και συμπερασμάτων, καθώς και με την επικοινωνία στο πλαίσιο εργασίας σε μικρές ομάδες. Η αξιοποίηση της παραπάνω αντίληψης στην εργασία στην τάξη θα οδηγούσε στο να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στο χαρακτήρα και στο περιεχόμενο των προτεινόμενων κοινωνικοπολιτισμικών δραστηριοτήτων, στις αλληλεπιδράσεις μεταξύ εκπαιδευτικού και μαθητών αλλά και των μαθητών μεταξύ τους, στους όρους συμμετοχής κάθε μαθητή αλλά και του ίδιου του εκπαιδευτικού στα δρώμενα της τάξης, καθώς και στις μεταβολές αυτών των όρων.