Η εκπαίδευση των μειονοτήτων απασχολεί εδώ και πολλά χρόνια την εκπαιδευτική κοινότητα. Ωστόσο, οι σχετικές προσπάθειες μέχρι σήμερα επικεντρώθηκαν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, στη διδασκαλία και στη μάθηση της γλώσσας. Αντικείμενα όπως τα μαθηματικά θεωρήθηκαν λίγο ως πολύ ανεξάρτητα από κοινωνικές και πολιτισμικές αξίες και δε συμπεριλήφθηκαν σε αυτή την ατζέντα δράσης. Οι τελευταίες όμως εξελίξεις στο χώρο της μαθηματικής εκπαίδευσης, οι οποίες αναγνωρίζουν την επίδραση των κοινωνικοπολιτισμικών εμπειριών των μαθητών στη διαμόρφωση του μαθηματικού νοήματος, υπογραμμίζουν ότι η διδασκαλία και η μάθηση των μαθηματικών αποτελούν μια ιδιαίτερη κοινωνική και πολιτισμική διαδικασία. Αυτή η οπτική επιβάλλει ένα νέο τρόπο αντιμετώπισης της μαθηματικής εκπαίδευσης ο οποίος αξιοποιεί, μέσα και έξω από το σχολείο, τις μαθηματικές πρακτικές στις οποίες εμπλέκονται οι μαθητές στην καθημερινή ζωή. Μια τέτοια θεώρηση εξυπηρετεί τις ανάγκες και απαιτήσεις τόσο των παιδιών των μειονοτικών ομάδων όσο και αυτών της κυρίαρχης ομάδας σε μια κοινωνία. Η επιτυχία της, όμως, εξαρτάται από τη συνειδητοποίηση από τον εκπαιδευτικό της αναγκαιότητας αλλαγής των πρακτικών του στην τάξη και της υιοθέτησης νέων, συμβατών με την παραπάνω θεώρηση. Βασικός προσανατολισμός αυτών των πρακτικών είναι η αντιμετώπιση των μαθητών ως μιας ομάδας ατόμων που ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες και μπορούν να τα καταφέρουν, προσφέροντας σημαντικές, αν και συχνά αποκλίνουσες, εμπειρίες στη διαδικασία μάθησης. Η αξιοποίηση των διαφορετικών τους εμπειριών σε ένα πλαίσιο συλλογικής εργασίας μπορεί να αυξήσει την πρόσβαση μεγαλύτερου αριθμού μαθητών στη μαθηματική γνώση.
|