Από τις αρχές του 1990 η σχετική έρευνα επικεντρώθηκε στις πρακτικές διδασκαλίας στην τάξη των μαθηματικών και στον τρόπο με τον οποίο η γλώσσα ή οι γλώσσες των μαθητών αλληλεπιδρούν με τη γλώσσα μάθησης και διδασκαλίας του μαθήματος και με το αντικείμενο μάθησης. Δηλαδή έστρεψε την προσοχή της από το μαθητή στο λόγο ο οποίος αναπτύσσεται μέσα στην τάξη, απενοχοποίησε το δίγλωσσο μαθητή για τις χαμηλές του επιδόσεις στα μαθηματικά και άρχισε να αναζητά τα αίτιά τους στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον της μάθησης. Με άλλα λόγια, απομακρύνθηκε από μια σχετικά περιορισμένη οπτική της μάθησης ως μιας γνωστικής λειτουργίας του ατόμου και προσανατολίστηκε στην κατανόησή της ως συγκροτούμενης μέσα από κοινωνικές πρακτικές και, ιδιαίτερα, πρακτικές λόγου. Η επικοινωνία στην τάξη και οι επικοινωνιακές ικανότητες του μαθητή δε θεωρούνται πλέον δεδομένες.
Οι σχετικές έρευνες προς αυτή την κατεύθυνση έδειξαν ότι (Adler, 2001):
- Η μετάβαση από τη μητρική γλώσσα στη γλώσσα διδασκαλίας του μαθήματος και, αντιστρόφως, από τους μαθητές και τον εκπαιδευτικό, κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας, εμπλουτίζει και ενδυναμώνει την ποιότητα της αλληλεπίδρασης στην τάξη, σε ό,τι αφορά στο μαθηματικό νόημα. Έτσι, για παράδειγμα, σε τάξεις όπου συμβαίνει αυτό ο λόγος που κυριαρχεί επικεντρώνεται στις μαθηματικές έννοιες, ενώ σε τάξεις όπου αυτό δε συμβαίνει ο λόγος (discourse) εστιάζεται σε υπολογιστικές διαδικασίες-βήματα.
- Το γλωσσικό περιβάλλον που φαίνεται να προσφέρει καλύτερες δυνατότητες στους δίγλωσσους μαθητές για επιτυχία στα μαθηματικά είναι αυτό στο οποίο ο εκπαιδευτικός ενθαρρύνει την αξιοποίηση της μητρικής γλώσσας των μαθητών και ταυτόχρονα εξασφαλίζει την πρόσβαση τόσο στη γλώσσα διδασκαλίας του μαθήματος (π.χ. ελληνικά) όσο και στη γλώσσα και ευρύτερα στο λόγο (discourse) των μαθηματικών.
|