Η περιορισμένη δυνατότητα του νου

H παραπάνω άποψη κυριάρχησε για μεγάλο διάστημα, έως τις αρχές του 1990. Ωστόσο τα ερωτήματα παρέμεναν.
Τι άραγε συμβαίνει στη διεργασία της σκέψης όταν οι άνθρωποι, για να αξιολογήσουν μια κατάσταση, έρχονται αντιμέτωποι με διχοτομίες; Όταν ο κόσμος χωρίζεται σε μαύρους, λευκούς και κίτρινους, σε Αλβανούς και Έλληνες, σε άνδρες και γυναίκες;

Οι Tajfel και Wilkes, για να απαντήσουν σε τέτοιου είδους ερωτήματα, ανέλυσαν τη γνωστική διεργασία της κατηγοριοποίησης και πώς αυτή οδηγεί στο να υπερτονίζουμε τις διαφορές ανάμεσα στα μέλη διαφορετικών ομάδων, καθώς και τις ομοιότητες ανάμεσα στα άτομα της ίδιας ομάδας. Aυτή η ανάλυση στάθηκε πολύ σημαντική, γιατί έθεσε το ερώτημα μήπως τα στερεότυπα, χαρακτηριστικά του ρατσισμού, είναι το αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο ο ανθρώπινος νους απλώς επεξεργάζεται τις πληροφορίες, μήπως είναι δηλαδή ένα δυσάρεστο αλλά αναπόφευκτο παράγωγο της λειτουργίας της σκέψης. Aυτό το πολύ απαισιόδοξο ερώτημα έδωσε έναυσμα για πολλές καινούριες έρευνες οι οποίες, ωστόσο, έμειναν προσκολλημένες σε αυτό που ονομάστηκε «γνωστική τσιγκουνιά», με την ακόλουθη μεταφορά του πελαγωμένου γραφειοκράτη ο οποίος δεν μπορεί να ταξινομήσει τα χαρτιά του και γι' αυτό ψάχνει τρόπους να απλοποιήσει και να οργανώσει τις εισερχόμενες πληροφορίες.  

Για αρκετό διάστημα, με άλλα λόγια, κυριάρχησε η ιδέα της περιορισμένης δυνατότητας του ανθρώπινου νου να διαχειριστεί τον πλούτο και τη διαφορετικότητα του κοινωνικού περιβάλλοντος.  

Aπλούστατα, έλεγε η έρευνα, δεν έχει ο ανθρώπινος νους τον απαραίτητο χώρο για να καταγράψει την πολλαπλότητα, τον πλούτο και την ατομική διαφορά, με αποτέλεσμα η αντίληψη για τους άλλους να χρειάζεται να οργανωθεί και να απλοποιηθεί, δηλαδή να ιεραρχηθεί γύρω από γνωστικές κατηγορίες, γύρω από στερεότυπα.
  Τα στερεότυπα είναι σωστά ή λάθος;