Σκηνή 2η

Έφτασα στην Κομοτηνή τον Οκτώβριο του 1997. Είχα μόλις διορισθεί σε ένα μειονοτικό σχολείο, σε ορεινό χωριό της Ροδόπης. Μόλις έφτασα, το σοκ μου τεράστιο: μια πόλη γεμάτη μιναρέδες. Γυναίκες διασχίζουν την κεντρική πλατεία με μαντίλες. Ακούω να μιλάνε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνω. Είναι τούρκικα! Την επόμενη φτάνω στο ορεινό χωριό όπου διορίστηκα. Ένα σχολείο χαμηλοτάβανο, παλιά θρανία, μια ξυλόσομπα. Αντιλαμβάνομαι ότι δεν υπάρχει ούτε καφενείο. Προσπαθώ να μιλήσω με τους γονείς, δεν καταλαβαίνουν λέξη ελληνικά. Τα παιδιά φτάνουν στο σχολείο κακοντυμένα, με παπούτσια ραμμένα στο χέρι, τα κορίτσια με μαντίλες. Κανένα δεν καταλαβαίνει ελληνικά. Έχω πέσει από τα σύννεφα. Τι θα κάνω; Νιώθω ξένος. Ποτέ δε φανταζόμουν ότι στην Ελλάδα υπάρχουν τέτοια πράγματα. Είναι Ελλάδα τελικά αυτό;
(Συνέντευξη με δάσκαλο διορισμένο για μια πενταετία στα ορεινά της Ροδόπης)