Από την άλλη, παρέμενε το ζήτημα της αποδοχής της ετερότητας και του βιώματος του άλλου. Τι ακριβώς σημαίνει αυτό και γιατί είναι τόσο σημαντικό; Σημαίνει να μπορώ να καταλάβω τη θέση του άλλου, όσο διαφορετική κι αν είναι από τη δική μου και να θεωρώ ότι οι εμπειρίες του είναι εξίσου σημαντικές, όσο κι αν συγκρούονται με τις δικές μου. Στη Θράκη, αυτή τη δυσκολία της αποδοχής την αισθάνθηκα πάνω στον ίδιο μου τον εαυτό: δυσκολεύτηκα να καταλάβω τους «άλλους» όχι μόνο τους μακρινούς (στη συγκεκριμένη περίπτωση τους μειονοτικούς), αλλά και τους οικείους (τους πλειονοτικούς). Για να διανυθεί η απόσταση αυτή, από το 1997 μέχρι το 2000, χρειάστηκε να κάνω πολλές επιτόπιες επισκέψεις, να θυμώσω, να επαναδιαπραγματευτώ, να συγκινηθώ, να συγκρουστώ, για να καταφέρω στο τέλος να αρχίσω ένα διάλογο.

΄Εψαχνα, λοιπόν, ένα μέσο για να δείξω μέσα από το υλικό αυτό στο διαδίκτυο, πώς αυτή η απόστασή μας από την ετερότητα, που συχνά είναι τόσο απειλητική και μας απομονώνει στους κλειστούς ασφαλείς μας μικρόκοσμους, είναι μια απόσταση που μπορεί να γεφυρωθεί, αρκεί να βρούμε το κίνητρο. Για μένα το κίνητρο για να βρώ τον τρόπο ήταν κάποια ζεστά βράδια του Ιουλίου 2002, όπου ένας «περίεργος τύπος», ο Αντώνης Πανούτσος, σχολίαζε το Μουντιάλ στη δημόσια τηλεόραση, με ένα πολύ ανοιχτό τρόπο: αναφορές στην τέχνη, στο σινεμά, στη ζωή. Ξαφνικά, εγώ που αγνοούσα παντελώς αλλά και υποτιμούσα το ποδόσφαιρο, άρχισα να ενδιαφέρομαι και κυρίως να καταλαβαίνω τι ενδιαφέρον θα μπορούσε να έχει «η μπάλα» για τους άλλους, γιατί αποτελούσε μια σημαντική αναφορά για τόσους ανθρώπους. Η ιδέα ήταν εκεί: να του προτείνω να σχολιάζει τα κείμενά μας, να ανοίξω δηλαδή ένα διάλογο με έναν άλλο κόσμο, τόσο μακρινό για μένα και τόσο οικείο για πολλούς άλλους, κατανοώντας πρώτα εγώ και μετά προσπαθώντας να το μεταφέρω στους υπόλοιπους, πως τίποτε δεν είναι κλειστό και πεπερασμένο στη διδακτική πράξη, όπως άλλωστε και στη ζωή. Προς μεγάλη έκπληξη όλων μας ο Αντώνης Πανούτσος δέχτηκε να «παίξει το παιχνίδι αυτό» για δύο χρόνια.