Είχα πάντα την εντύπωση ότι πιο εύκολα θα μπορούσες να κάνεις τον Αθανάσιο Διάκο να τραγουδήσει το «Πιπερίμ», παρά να πείσεις ένα δάσκαλο να αλλάξει μισή αράδα από ό,τι γράφει το βιβλίο του οργανισμού.
Για μένα οι δάσκαλοι παρέμεναν αυτοί που είχα γνωρίσει στο δημοτικό και το γυμνάσιο. Οι δασκάλες της κυρίας Γιούλας Μιχαλοπούλου - Πλαφουτζή που στο δημοτικό ένοιωθαν την ανάγκη να σε δέρνουν δύο φορές τη μέρα, ώστε να διατηρούν την υπόληψη του σχολείου σαν «αυστηρό», και οι καθηγητές των γυμνασίων του Πειραιά, της δεκαετίας του '60, που διάβαζαν τα κείμενα στον ίδιο τόνο, αδιάφορα αν ήταν Τζάρτζανος, Τριανταφυλλίδης ή Μωραϊτίνης.

Η εντύπωσή μου για τους δασκάλους δεν είχε αλλάξει στα επόμενα 40 χρόνια. Παρέμεναν «οι γιοι και οι κόρες της μούχλας», που η μόνη διασκέδαση τους, εκτός του βασανισμού των μαθητών, ήταν να κλείνονται στο «δωμάτιο των καθηγητών» και, με κλειστή την πόρτα, να ασχολούνται με τις ανομολόγητες τελετές τους, της αντίστροφης καταμέτρησης ενσήμων μέχρι τη σύνταξη. Το πανεπιστήμιο, φυσικά, ήταν κάτι άλλο.

Ο πανεπιστημιακός ήταν στο μυαλό μου ένας κύριος που έβαζε «ν» σε κάθε κατάληξη και εάν γινόταν ένοπλη λαϊκή εξέγερση, θα την αντιμετώπιζε με τις θέσεις του σε σχέση με τη χρήση του γερούνδιου. Οπότε η πρόσκληση του παιδαγωγικού τμήματος του πανεπιστημίου Αθηνών για μια συνεργασία στην επιμόρφωση των εκπαιδευτικών των μουσουλμανοπαίδων Θράκης ήταν τόσο αναμενόμενη, όσο αν ο ΄Αλβιν ΄Εϊλι μου πρότεινε να χορέψω με το συγκρότημά του.