Σκηνή δεύτερη

Εδώ τα παιδιά δείχνουν να μην ενδιαφέρονται για την εικόνα, η οποία τους είναι μεν οικεία, είναι όμως τόσο στατική, που αρχικά φαίνεται να μην τα κινητοποιεί ώστε να ανακαλέσουν αμέσως από τη μνήμη τους τις λέξεις που ξέρουν ―διαψεύδοντας την υπόθεση του εκπαιδευτικού― ή να θελήσουν να μιλήσουν για κάτι δικό τους.

Τα περισσότερα παιδιά παραμένουν παθητικά, μοιάζουν να βαριούνται...

Εξαίρεση αποτελεί ο Μεχμέτ («εγώ σπίτι σκύλοι τρία»), που είναι ο μόνος ο οποίος προσπαθεί να κοινοποιήσει στους άλλους και στον εκπαιδευτικό κάτι από τη ζωή του, ένα βίωμά του, στο οποίο τον παρέπεμψε η εικόνα, χωρίς όμως να βρίσκει ανταπόκριση.

Η Εμινέ επίσης, θέλοντας να δώσει μια απάντηση στον εκπαιδευτικό, ανατρέχει σε μια γνωστή της εικόνα (το εξώφυλλο του βιβλίου) και σε μια ηχητική παραγωγή («τσίου-τσίου»), όμως ο εκπαιδευτικός απορρίπτει και αυτή τη στρατηγική.

Τέλος, η Γκιουλάι παρατηρεί την εικόνα και κάνει μια διορθωτική παρέμβαση που αφορά στο περιεχόμενό της («Όχι! Δύο σκύλος!»), όμως ο εκπαιδευτικός εκνευρισμένος από το λάθος σχηματισμό του πληθυντικού δεν επιβραβεύει αυτή της την προσπάθεια και την ενεργητική της συμμετοχή.

Ο εκπαιδευτικός, μια που τα παιδιά δεν απαντάνε με τρόπο που να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του και θεωρώντας ότι δεν πρόκειται τελικά να μάθουν τίποτα, καταφεύγει σε κάτι πιο δομημένο και συγκεκριμένο: το σχηματισμό ενικού και πληθυντικού, υποθέτοντας ότι έτσι τουλάχιστον κάτι θα μάθουν.

Με άλλα λόγια, αν και ο αρχικός στόχος του ήταν ο προφορικός λόγος, και η εικόνα ένα μέσο για να μιλήσουν τα παιδιά, καταφεύγει σε μάθημα γραμματικής.