Δηλαδή...

...Θα μπορούσαν τα παιδιά να αφεθούν πιο ελεύθερα σε μια διαδικασία να μιλήσουν χωρίς να μπλοκαριστούν σε μια στείρα διαδικασία αναζήτησης λέξεων, η οποία για αυτά δεν έχει ―όπως φαίνεται― κανένα νόημα. Θα μπορούσαν να «μιλήσουν» τα ίδια αρχικά για την εικόνα με λεκτικούς και μη λεκτικούς τρόπους (χρησιμοποιώντας λέξεις που ξέρουν από την ελληνική αλλά και τη μητρική τους γλώσσα, να μιμηθούν, να ζωγραφίσουν, να παραγάγουν ηχητικά αυτό που θα άκουγαν στην εικόνα κ.λπ.).

Αυτό που κάνει εδώ ο εκπαιδευτικός, βέβαια, δεν μπορεί παρά να συνδέεται και με τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος αντιμετωπίζει την εικόνα.

Η μετάβαση (μετά την πρώτη σιωπή των παιδιών) σε άλλο στοιχείο της εικόνας δείχνει ―εκτός από την αγωνία του να μιλήσουν επιτέλους τα παιδιά― και μια αποσπασματική αντιμετώπιση της εικόνας.

Η εικόνα δεν αντιμετωπίζεται από τον ίδιο σαν
  • μια σκηνή με περιεχόμενο
  • μια σκηνή με νόημα
  • μια σκηνή που μπορεί να ενεργοποιήσει συναισθήματα, αναμνήσεις, σκέψεις και συσχετίσεις
  • μια σκηνή που μπορεί να κινητοποιήσει τη φαντασία και να δημιουργήσει επιθυμία για επικοινωνία, αλλά
  • μηχανικά σαν ένα σύνολο αποσπασματικών αντικειμένων, προσώπων κ.λπ., τα οποία μπορούμε να κατονομάσουμε.

    Η εικόνα αντιμετωπίζεται τελικά μόνο ως εργαλείο υποβοηθητικό της γλωσσικής διδασκαλίας, δε γίνεται η ίδια αντικείμενο ανάλυσης, αντικείμενο παρατήρησης, αντικείμενο βάσει του οποίου μπορούν να διατυπωθούν υποθέσεις, αντικείμενο κατανόησης. Γι' αυτό και οι ερωτήσεις του είναι στατικές, όπως και όλη η επεξεργασία της εικόνας.
        Έχουν λόγο τα παιδιά να μιλήσουν;