Όμως στην 3η σκηνή, η επεξεργασία της εικόνας δεν είναι τόσο στατική όσο στις προηγούμενες σκηνές.

Τα παιδιά συμμετέχουν, υπάρχει επικοινωνία με αφορμή την εικόνα, ο εκπαιδευτικός συνεχίζει σε αρκετές περιπτώσεις το διάλογο με τα παιδιά, επαναδιατυπώνοντας με άλλο τρόπο αυτά που εκείνα λένε αυθόρμητα (Αϊσέ: «Ναι... και άσπρο αυτοκίνητο...»/ Εκπαιδευτικός: «Είδες το άσπρο αυτοκίνητο... το νοσοκομειακό, το ασθενοφόρο...»).

Γιατί λοιπόν ούτε εδώ τελικά δεν επιτυγχάνεται η πλήρης αξιοποίηση της εικόνας;

Ο εκπαιδευτικός δυσκολεύεται να αξιοποιήσει όλες τις αφορμές που του δίνουν τα παιδιά, με αποτέλεσμα πολλά από τα ερωτήματά τους ή πολλά από τα ερωτήματα που ο ίδιος τους θέτει να μένουν αναπάντητα. Έτσι, δε βοηθιούνται τα παιδιά να αποκτήσουν τις γνώσεις που δεν έχουν.

Εκείνο που τελικά επιδιώκεται είναι να «τελειώσει η τάξη με την εικόνα» για να προχωρήσει στο κείμενο.

Στο παράδειγμα λοιπόν, παρόλο που η εικόνα και το κείμενο συνυπάρχουν, δεν αξιολογούνται ως ισότιμα από τον εκπαιδευτικό, εφόσον η αγωνία του να επεξεργαστεί το κείμενο δείχνει ότι θεωρεί πιο σημαντική από την ίδια την εικόνα τη μετάβαση στο κείμενο. Αποτέλεσμα όμως αυτού είναι:

  • να μην αξιοποιείται τελικά πλήρως η εικόνα για να γίνει αυτή η μετάβαση και
  • να γίνεται το πέρασμα στο κείμενο με τρόπο τεχνητό και έτσι να διακόπτεται μια ενεργητική διαδικασία μάθησης στην οποία τα παιδιά έχουν εμπλακεί, ενώ εισάγονται σε κάτι που προς το παρόν δε φαίνεται να τα ενδιαφέρει, τουλάχιστον με τον τρόπο με τον οποίο τους προτείνεται (ανάγνωση του κειμένου). Σε αυτή τη σκηνή φαίνεται η δυσκολία της παράλληλης αξιοποίησης δύο υλικών που συνυπάρχουν και που πρέπει ισότιμα να αντιμετωπιστούν ως φορείς νοήματος.
  •     Όμως...