Πώς αντιλαμβάνονται και βιώνουν οι μαθητές την πολιτισμική απόσταση;

Από τη μεριά τους, οι μαθητές και οι μαθήτριες στο παράδειγμά μας δεν καταφέρνουν να φτιάξουν γέφυρες ανάμεσα στις δικές τους πολιτισμικές αναφορές και σε εκείνες του εκπαιδευτικού. Ο τρόπος που απαντούν στην ερώτηση του εκπαιδευτικού, υιοθετώντας μια διαφορετική από τη δική του πολιτισμική οικειότητα, συμβάλλει στο να «κατασκευάσουν» τη μεταξύ τους διαφορά ως διαφορά ανάμεσα στους «Άγγλους» και στους «Άραβες».

Το ανοίκειο δηλαδή και για τον ένα και για τον άλλο μεταφράζεται σε μια φαντασιακή απόσταση. Με τον όρο «φαντασιακή απόσταση» δεν υπονοείται φυσικά ότι τα ρούχα των «Αράβων» και τα ρούχα των «Άγγλων» δεν εκφράζουν ενός τύπου διαφορές, αλλά ότι βλέπει ο ένας τον άλλο μέσα από έναν παραμορφωτικό καθρέφτη που μεγεθύνει την απόσταση.

H κατασκευή αυτής της φαντασιακής πολιτισμικής απόστασης συντελεί στο να μην αντιλαμβάνεται ο εκπαιδευτικός τα πολλαπλά επίπεδα στα οποία παραπέμπουν οι συγκεκριμένες διαφορές ανάμεσα στον ίδιο και τους μαθητές και έτσι να εγκλωβίζεται στα δικά τους αυτονόητα.

Η πολιτισμική απόσταση δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο επεξεργασίας, γιατί παρουσιάζεται ως μια αυτονόητη απόσταση, ένα σύνορο που χωρίζει τους «δικούς μας» από τους «ξένους».

Με αυτούς τους διπολικούς όρους και οι δύο πλευρές βιώνουν την πολιτισμική απόσταση ως ένα αξεπέραστο φράγμα, ένα σύνορο.
Όμως τα πράγματα δεν είναι απλά