Η μητρική γλώσσα

Το να μιλάει κανείς είναι πράξη επικοινωνίας περίπλοκη. Για να μπορώ να μιλήσω, έχω ήδη εσωτερικευμένες πολλές και πλούσιες γνώσεις. Δεν είναι ο λόγος γνώση τεχνική, όπως, π.χ., ο πολλαπλασιασμός. Mιλάω σημαίνει ξέρω τις λέξεις και τη σύνταξη, αλλά ακόμα ξέρω πότε να μιλάω και πότε να σωπαίνω, τι νοήματα παράγουν τούτα τα λόγια και τι νοήματα εκείνα τα λόγια. Kι ακόμα τι νοήματα φτιάχνει η σιωπή.

Tα γνωρίζουν όλα τούτα τα μικρά παιδιά, χωρίς να έχουν συνείδηση ότι τα γνωρίζουν. Στο στόμα των μικρών παιδιών η γλώσσα αλλάζει ανάλογα με τις επικοινωνιακές ανάγκες. O κάθε μικρός μαθητής θα διαλέξει αυθόρμητα άλλη σύνταξη, άλλο ύφος και άλλες λέξεις, αν επιδιώκει καλό βαθμό στην τάξη, απ' ό,τι αν θέλει να κάνει τον έξυπνο στην παρέα, ή να ειρωνευτεί το συμμαθητή που αντιπαθεί, ή να ζητήσει χαρτζιλίκι από τον παππού κ.ο.κ.

Η εκμάθηση της γλώσσας είναι ένα νοητικό ταξίδι, μια μακρά πορεία εξελικτική, όπου σε κάθε στάδιο προστίθενται και καινούριες γνώσεις. Όλοι οι άνθρωποι μιλάνε αυθόρμητα, με ευκολία και άνεση, σχεδόν όπως αναπνέουν. Έτσι δεν έχουν συνείδηση πόσες πολλές και περίπλοκες γλωσσικές επιλογές κάνουν με μεγάλη ταχύτητα χωρίς να τις σκέφτονται. Kαθώς όλα τα παιδιά του κόσμου σε τρία περίπου χρόνια της ζωής τους καταφέρνουν και μιλάνε με άνεση και επάρκεια τη μητρική τους γλώσσα, κανένας δεν αναγνωρίζει τον τεράστιο γνωστικό πλούτο που έχει εσωτερικεύσει ένα παιδάκι για να γίνει φυσικός ομιλητής. Oλόκληρη τη γραμματική και σύνταξη μιας γλώσσας την έχει εσωτερικεύσει στα τρία με τέσσερα χρόνια, τη γνώση ολόκληρου του γλωσσικού συστήματος με όλες τις άπειρες περιπλοκές του.


...παράγει νοήματα