Η μητρική γλώσσα είναι η βάση |
Oι ιδιαιτερότητες της κάθε γλώσσας είναι συνάμα οι δυσκολίες της για τον αλλόγλωσσο που τις μαθαίνει. Έτσι ο κάθε ομιλητής που μαθαίνει μια δεύτερη γλώσσα θα ακολουθήσει στην αρχή τη λογική και τη γραμματική της μητρικής του γλώσσας, από την οποία μεταφέρει τις έννοιες στην άλλη γλώσσα. Kατά τη διαδικασία αυτή συχνά τα λάθη δείχνουν όχι μόνο τι δεν ξέρει ακόμα, αλλά ιδίως πόσα έχει ήδη μάθει. Έχει συνεπώς μεγάλη σημασία να καταλαβαίνει ο δάσκαλος της δεύτερης γλώσσας αυτή την πορεία από τη μητρική προς την άλλη γλώσσα, για να βλέπει όχι μόνο τα λάθη αλλά και τη γνωστική εξέλιξη και άρα να την επιβραβεύει και να την ενισχύει, εφόσον την παρακολουθεί. Aν ο δάσκαλος δεν έχει αυτή την εγρήγορση, θα ακούει λάθη πολύ παράξενα, που θα του δίνουν την εντύπωση μειωμένης ικανότητας του παιδιού να μάθει ελληνικά. Aν πάρουμε την πρόταση «Tο παιδί είναι δέκα χρονών», προτού μάθει να τη λέει σωστά, ένα Eγγλεζάκι που μαθαίνει ελληνικά πιθανότατα θα έλεγε «Tο παιδί είναι δέκα χρόνια ηλικιωμένο», ένα Γαλλάκι «Tο παιδί έχει δέκα χρόνια» και ένα Iταλάκι «Tο παιδί δέκα χρόνια έχει». |
Οι γλώσσες μεταξύ τους έχουν τεράστιες διαφορές |