...η αναγνώριση του σημείου εκκίνησης θα επιτρέψει στον εκπαιδευτικό να παρακολουθήσει την πορεία των μαθητών του, να κάνει δηλαδή αυτό που ονομάζουμε «διαμορφωτική αξιολόγηση»
-
από πού ξεκίνησε και πού έφτασε,
- ποια μέσα και ποιες στρατηγικές χρησιμοποίησε,
- πού δυσκολεύτηκε και πώς έδρασε για να ξεπεράσει τις δυσκολίες του.
Η αξιολόγηση αυτή αποτελεί στοιχείο ανατροφοδότησης της δικής του δράσης, ώστε να ξέρει πώς μπορεί να βοηθήσει τον κάθε μαθητή.
Αντίστοιχο με αυτό που συμβαίνει σχετικά με τις αρχικές ιδέες των παιδιών για τον κόσμο που τα περιβάλλει είναι και αυτό που συμβαίνει με τη γλώσσα. Τα παιδιά πηγαίνουν στο σχολείο έχοντας μια σειρά από εμπειρίες, ιδέες, αντιλήψεις. Με τον ίδιο τρόπο πηγαίνουν στο σχολείο ξέροντας να μιλούν, ανεξάρτητα από το αν η γλώσσα που μιλούν δεν ταυτίζεται πάντα με τη γλώσσα του σχολείου, κάτι που δε συμβαίνει μόνο με τα αλλόγλωσσα παιδιά αλλά και με τα παιδιά λαϊκών στρωμάτων ή τα παιδιά που μιλάνε διαλέκτους.
Μήπως λοιπόν ο εκπαιδευτικός θα πρέπει, αντί να διορθώνει το τελικό αποτέλεσμα της γλωσσικής τους παραγωγής με βάση μια αντικειμενικά σωστή νόρμα (όπως συμβαίνει στην 1η και στη 2η σκηνή), να προσπαθήσει να εντοπίσει και να ερμηνεύσει τα λάθη των παιδιών με τη λογική των «εμποδίων», ώστε να τα μετατρέψει σε διδακτικούς στόχους και να οργανώσει γύρω από αυτά τη διδασκαλία του; Μήπως το να λάβει υπόψη του το σημείο εκκίνησης των παιδιών θα τον βοηθήσει στο να εκτιμήσει με διαφορετικό τρόπο αυτά που λένε ή γράφουν, λαμβάνοντας υπόψη του την πορεία του κάθε μαθητή του; Μήπως τελικά αυτή η διαφορετική αντιμετώπιση του λάθους θα άρει τη δική του αμηχανία και απογοήτευση; Τι θα έπρεπε να κάνει απέναντι στα λάθη των παιδιών; Πώς να τα διορθώσει; Πώς να τα χειριστεί;
|