Μετά τον εντοπισμό, την ανάλυση και την ερμηνεία αυτών των λαθών, ο εκπαιδευτικός πρέπει να αποφασίσει αν και πώς θα τα επεξεργαστεί. Το τι θα κάνει με τα λάθη σχετίζεται κάθε φορά με τους στόχους του, που δεν είναι ανεξάρτητοι από το σημείο εκκίνησης των μαθητών του.
Αν στόχος του εκπαιδευτικού στην 1η σκηνή είναι η κατανόηση της ιστορίας, τότε η διόρθωση που κάνει, αλλά ενδεχομένως και μια πιο ευέλικτη επεξεργασία του λάθους, τον ωθεί να καταστρατηγεί το στόχο του, που είναι η καλλιέργεια της διαισθητικής κατανόησης του λόγου. Αν δει προσεκτικά αυτό που συμβαίνει στην τάξη του, θα διαπιστώσει ότι τα παιδιά καταλαβαίνουν την ιστορία και αυτό είναι ανεξάρτητο από το αν μπορούν να απαντήσουν στις ερωτήσεις του με ολοκληρωμένες, όπως θα ήθελε, προτάσεις.
Αν στόχος του εκπαιδευτικού στη 2η σκηνή είναι να κινητοποιηθούν τα παιδιά να παράγουν κείμενο με συνοχή και σύμφωνο με το ζητούμενο περιεχόμενο, τότε ο Ερτζάν έχει κατακτήσει αυτόn το στόχο. Αυτό σημαίνει λοιπόν ότι δε χρειάζεται να επεξεργαστεί ο εκπαιδευτικός τα λάθη; Όχι βέβαια! Σημαίνει απλώς ότι αυτή η επεξεργασία θα γίνει όταν το παιδί είναι «ώριμο» να δει, να κατανοήσει και να χειριστεί το ίδιο τα λάθη του, να «ρυθμίσει» δηλαδή τη μάθησή του. Όταν ένα παιδί μάς ρωτά αν αυτό που έγραψε είναι καλό, αυτό σημαίνει ότι επιδιώκει αυτή την επεξεργασία. Αν όμως ο Ερτζάν δεν είχε παραγάγει ποτέ τόσο εκτενές και με συνοχή κείμενο, θα χρειαζόταν χρόνο για να σταθεροποιήσει αυτή του την κατάκτηση πριν να θελήσει να επεξεργαστεί τα λάθη του. Ο χρόνος λοιπόν επεξεργασίας των λαθών είναι κάτι που μόνο ο ίδιος ο εκπαιδευτικός μπορεί να αποφασίσει.
|