Πώς συνδέονται τα κείμενα;>
Δύο νέα κείμενα: Στερεότυπα και προκαταλήψεις στη θεματική ενότητα «Κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο της εκπαίδευσης» και Ετερογένεια και σχολείο στη θεματική ενότητα «Ταυτότητες και ετερότητες». Επίσης, το 34ο και τελευταίο κείμενο της σειράς με τίτλο Δημιουργώντας γέφυρες, το οποίο δεν ανήκει σε καμία ενότητα. Στο πρώτο κείμενο η Θάλεια Δραγώνα αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο η κοινωνική ψυχολογία ερμηνεύει τη δημιουργία των στερεοτύπων και των προκαταλήψεων. Εξηγεί ότι στην καρδιά όλων των διακρίσεων, τόσο στο κοινωνικό πεδίο όσο και μέσα στη σχολική τάξη, κρύβεται η ανάγκη μας να νοηματοδοτήσουμε τη διαφορά μας από τον «άλλο». Υποστηρίζει ότι τα στερεότυπα είναι πολιτισμικές κατασκευές για κάποιες κοινωνικές ομάδες και διαμορφώνονται μέσα από μηχανισμούς εξουσίας, καθώς αντικατοπτρίζουν το κοινωνικό κύρος των κοινωνικών ομάδων. Οι προκαταλήψεις πάλι είναι αρνητικά και υποτιμητικά στερεότυπα. Η συγγραφέας διαπιστώνει ότι τα στερεότυπα είτε θετικά είτε αρνητικά, καθώς και οι προκαταλήψεις, δημιουργούν στεγανά στα πλαίσια της διδακτικής πράξης, γιατί κατατάσσουν τα παιδιά σε ομάδες με διακριτά χαρακτηριστικά, που προδικάζουν τη σχολική τους πορεία. Μόνο η συνειδητή, εκ μέρους των εκπαιδευτικών, προσπάθεια να δουν τη λειτουργία των στερεοτύπων και να αποπειραθούν να τα αποδομήσουν, μπορεί να επιτρέψει την ισότιμη πρόσβαση όλων των μαθητών και μαθητριών στη σχολική επιτυχία. |
Στο δεύτερο κείμενο η Νέλλη Ασκούνη και η Αλεξάνδρα Ανδρούσου διερευνούμε το γιατί οι εκπαιδευτικοί βρίσκονται τελείως απροετοίμαστοι να δεχτούν μέσα στη σχολική τάξη τις διάφορες εκδοχές της ετερότητας: εθνοτικές, κοινωνικές, πολιτισμικές. Υποστηρίζουμε ότι αυτό οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στον τρόπο που έχουν εκπαιδευτεί και καλούνται να εκπαιδεύσουν. Στην ελληνική εκπαίδευση η αξία της ομοιογένειας και η αποσιώπηση της διαφοράς αποτελούν δύο αμετακίνητους άξονες, πάνω στους οποίους συγκροτείται η εθνική ταυτότητα. Έτσι διαμορφώνεται η αντίληψη μιας ομοιογενούς και συμπαγούς ελληνικής κοινωνικής ομάδας, που συσκοτίζει τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις και αποκλείει αυτόματα κάθε τι διαφορετικό. Η παιδαγωγική συνέπεια αυτής της αντίληψης είναι καθημερινές διδακτικές πρακτικές οι οποίες, με προκρούστεια σχεδόν λογική, αποκλείουν κάθε τι που δε μοιάζει με τον ιδεατό μέσο όρο μαθητή και μαθήτριας. Υπάρχει διέξοδος; Προτείνουμε ότι η ανατροπή μπορεί να έρθει μόνο αν οι εκπαιδευτικοί χρησιμοποιήσουν μεθοδολογικά εργαλεία (έρευνα-δράση και αναστοχασμός) που θα τους επιτρέψουν να «δουν» τον εαυτό τους και τις δικές τους πολλαπλές υπαγωγές, ούτως ώστε να μπορέσουν να δώσουν χώρο στην ετερότητα και να μπορούν να διαπραγματευτούν και να προσαρμόζουν κάθε φορά τη διδακτική τους πρακτική, ανάλογα με το πλαίσιο. |