Πριν από τρεις δεκαετίες στη Νασιονάλ Μοντεβιντέο και στην Εθνική Ουρουγουάης αγωνιζόταν ο Λουίς Κουμπίγια. Κοντόχοντρος, αναλφάβητος, με τρεις επίσημες συζύγους και άπειρες ερωμένες ο Κουμπίγιας ήταν ένα κλασικό προϊόν των φτωχογειτονιών της πρωτεύουσας της Ουρουγουάης. Ηταν όμως μοναδικός. Οχι για την τεχνική και την αποτελεσματικότητά του αλλά για τον τρόπο που δούλευε το μυαλό του μέσα στο γήπεδο. Σε μια εποχή που η ενημέρωση για το ποδόσφαιρο περιοριζόταν σε όσα έγραφαν οι εφημερίδες, τα κατορθώματα του Κουμπίγια έφταναν στην Ελλάδα διυλισμένα μέσα από τις μεταφράσεις και την αμφίβολη ικανότητα των γραφιάδων της εποχής.
Μέχρι που το 1972 ήρθε στην Ελλάδα. Ολοι περίμεναν να δουν το «φαινόμενο Κουμπίγιας». Ηταν ένα ηλιόλουστο απόγευμα στο Νέο Φάληρο και ο Παναθηναϊκός αντιμετώπιζε τη Νασιονάλ στο στάδιο Καραϊσκάκη. Οι ουρουγουανοί είχαν κερδίσει ένα κόρνερ και ο Κουμπίγιας είχε κατασκηνώσει μέσα στην μεγάλη περιοχή. Ενα παίκτης της Νασιονάλ χτύπησε το κόρνερ. Η μπάλα κατευθύνθηκε στο κεφάλι του Κουμπίγιας. Ολοι περίμεναν να σηκωθεί στον αέρα και να πιάσει την κεφαλιά. ΄Ολοι, εκτός του Κουμπίγιας. Εβαλε τα δύο χέρια στο χορτάρι, έκανε κατακόρυφο και προσπάθησε να βάλει γκολ με τα τακούνια. Η μπάλα χτύπησε στο δοκάρι. |
Στα επόμενα 31 χρόνια είδα αμέτρητα δοκάρια και εκατοντάδες γκολ. Η προσπάθεια όμως του ιδιοφυούς ουρουγουανού έμεινε αξέχαστη για τη μοναδικότητα της έμπνευσης. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να μην κλείσεις το μυαλό σου σε ένα συμβατικό ρεαλισμό. Να εκτιμήσεις τη διαφορά στη σκέψη. Το «αξίωμα Κουμπίγιας» ισχύει παντού. Από το γήπεδο μέχρι την τάξη. Στο λατινοαμερικανικό ποδόσφαιρο το αποτέλεσμα είναι δευτερεύον σε σχέση με τον τρόπο εκτέλεσης. Ο κυνηγός δε σκοράρει. Δημιουργεί εικόνες που πιθανόν μέσα τους να υπάρχει και το γκολ. Ο μύθος υπερτερεί της στατιστικής.
|