Hector the collector, που λέει και μια φίλη μου. Οι συλλέκτες γεννιούνται, δε γίνονται και καταλαβαίνεις αν το παιδί θα γίνει συλλέκτης την πρώτη φορά που θα ανοίξεις το συρτάρι του γραφείου και θα βρεις μισό κιλό πολύτιμα καπάκια αναψυκτικών. Μεγαλώνοντας ο γνήσιος συλλέκτης τρελαίνεται χρόνο με το χρόνο.
Δε θέλει απλώς το συγκεκριμένο περιοδικό αλλά το θέλει με τις καρφίτσες της ράχης χωρίς σκουριά, με το εξώφυλλο ατσαλάκωτο και τις σελίδες λευκές. Και μόνο ένα πράγμα μπορεί να διαλύσει την τελειομανία του συλλέκτη. Η παιδική ηλικία. Πριν λίγα χρόνια μίλαγα με έναν Άγγλο που μάζευε σιδερένια αυτοκινητάκια, matchbox. «Βρήκα την Jaguar e type» μου είχε πει «αλλά δεν της έλειπε η μία ρόδα και δεν είχε την μπλε γραμμή που της είχα κάνει με το στυλό».
Τα αντικείμενα που έφτιαξες μικρός σε συνοδεύουν πάντα. Κύβος για εμένα παραμένει το σχήμα που είχα ντύσει με κολλαριστό χαρτί στο σχολείο. Για την κυρία Ρένα, τη δασκάλα, δεν ήταν παρά ένα κακοκολλημένο παραλληλόγραμμο με βαθουλωμένη τη μια πλευρά. Για εμένα, ακόμα και σήμερα, είναι ο αυθεντικός κύβος που θα έπρεπε να φυλάσσεται στο μουσείο μέτρων και σταθμών του Παρισιού. Γιατί εγώ το είχα φτιάξει. |
Σιχαίνομαι δύο είδη μουσικής. Τα δημοτικά και την κλασική. Την κλασική τη σιχαίνομαι από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου και τις Μεγάλες Εβδομάδες. Στην αρχή της δεκαετίας του '60 ο κόσμος άκουγε ραδιόφωνο. Με δύο σταθμούς και χωρίς άλλη ηλεκτρονική διασκέδαση ο κόσμος άκουγε στο ραδιόφωνο ακόμα και το δελτίο εξαφανισμένων του Ερυθρού Σταυρού. Ακόμα και σήμερα θυμάμαι να ξυπνάω όταν ήμουνα απογευματινός στο σχολείο με την «Εκπομπή της σύγχρονης γυναίκας» και να μελαγχολώ γιατί έχω την άλλη μέρα σχολείο τα απογεύματα της Κυριακής με τις «Περιπέτειες του Τζον Γκρικ». Το ραδιόφωνο δε σε πρόδιδε ποτέ. Εξήμιση με εφτά το απόγευμα «Ελαφρά λαϊκά τραγούδια», δέκα με δέκα και μισή το βράδυ ο Μαστοράκης στην εκπομπή του Μιούζικ Μποξ, «Το θέατρο της Τετάρτης», εντάξει το μαντέψατε ποια μέρα. Και μετά η Μεγάλη Εβδομάδα. «Ακούτε το έργο αριθμός 23 του Σιμπέλιους. Από την ορχήστρα της Βιέννης, υπό την διεύθυνση του Κουρτ Μπέχελ». |