εισαγωγή κείμενα συνδέσιες links κεντρική σελίδα εκτύπωση

Κάπου στα τέλη της δεκαετίας του '70 η υπόθεση εξελισσόταν σε πλάκα. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών είχε ξεκινήσει την ιστορία των racial quota, τις εθνικές ποσοστώσεις στη δημόσια διοίκηση και τις μεγάλες εταιρίες, με τις καλύτερες των προθέσεων.

Το αποτέλεσμα όμως εξελισσόταν σε γελοίο, αφού οι ποσοστώσεις ίσχυαν σε σχέση με τα εθνικά, κινητικά, γλωσσικά χαρακτηριστικά και ανάλογα με τη γεωγραφική θέση της εταιρίας. Πολύ λογικά, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έλεγε ότι μια εταιρία που δεν είχε ρατσιστικά χαρακτηριστικά έπρεπε να μοιράζει τις δουλειές έτσι ώστε στατιστικά να υπάρχουν όλων των ειδών οι άνθρωποι.
Η ιστορία ξέφυγε τη στιγμή που κάποιος σκέφτηκε ότι πληθυσμιακά ένα στα χίλια άτομα θα είναι, για παράδειγμα, μαύρη γυναίκα αριστερόχειρη με κινητικά προβλήματα.

Το αποτέλεσμα ήταν ότι αν μια εταιρία έψαχνε για γυναίκα με τέτοια χαρακτηριστικά και άκουγε ότι άλλη εταιρία είχε δύο, της έκανε πρόταση μεταγραφής. Οχι για τις επαγγελματικές της ικανότητες αλλά για το χρώμα, τη γλώσσα και - ω της γελοιότητας - τα προβλήματα της, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση γινόντουσαν προτερήματα.

Πόσοι μιναρέδες και φερετζέδες είναι αρκετοί;
Για τους «προοδευτικούς» κάθε γειτονιά και μιναρές, κάθε ρούγα και φερετζές. Οι ξένοι όχι μόνο μοιάζουνε με ξένους αλλά έχουνε και την υποχρέωση να μοιάζουνε γιατί έτσι «αποδεικνύουμε» την ανοχή μας στο διαφορετικό. Όμως, όπως τα βιβλία του δημοτικού που είχαν το ασπρισμένο δημαρχείο και την πλατεία με τις σημαιούλες και το γερο - παπά, την εποχή του τσιμέντου και του turbo, έτσι και οι «προοδευτικοί» έχουν μια στατική εικόνα του ξένου, κάτι σαν αιώνιου Καζαντζίδη. Για τους «ελληνάρες», από την άλλη, οι μιναρέδες είναι απλά επίδοξα υλικά οικοδομών. Ακόμα και όταν τους βλέπουν μπροστά τους το μόνο που σκέφτονται είναι το «λοχία που θα τους γκρεμίσει».