Στην περίπτωση της διδασκαλίας μιας δεύτερης/ξένης γλώσσας αυτή η επιτρεπτικότητα απέναντι στα γλωσσικά λάθη που γίνονται κατά τη διάρκεια μιας αυθόρμητης επικοινωνίας είναι περισσότερο από αναγκαία, από τη στιγμή που η χρήση θα οδηγήσει στην οικοδόμηση του νέου γλωσσικού συστήματος, και όχι το αντίστροφο. Μαθαίνουμε να μιλάμε μιλώντας, και αυτό γίνεται ακόμη πιο σαφές, αν αναλογιστούμε την πορεία που κάνει ο φυσικός ομιλητής μιας γλώσσας για να την κατακτήσει. Η αποδοχή από τον ενήλικα των «λαθών» ενός παιδιού που μαθαίνει τη μητρική του γλώσσα είναι αυτή που το ενισχύει στην προσπάθειά του να οικοδομήσει, μέσα από δοκιμές, το γλωσσικό του σύστημα. Αυτή η αποδοχή είναι ακόμη πιο σημαντική στην περίπτωση της εκμάθησης της δεύτερης/ξένης γλώσσας. Το παιδί που θα νιώσει ότι έχει δικαίωμα να επικοινωνήσει με όσα μέσα διαθέτει (λεκτικά και μη λεκτικά, αντισταθμιστικές στρατηγικές κτλ.) θα ενισχυθεί στην προσπάθειά του για επικοινωνία και τελικά θα μάθει να χρησιμοποιεί τη γλώσσα αποτελεσματικά.
(Άννα Ιορδανίδου, Μαρία Σφυρόερα, Η επικοινωνιακή προσέγγιση του γλωσσικού μαθήματος)